- κεραμίς
- η (Α κεραμίς, -ίδος και ῑδος) [κέραμος]νεοελλ.αρχιτ. «κεραμίς ηγεμών» ή «κέραμος ηγεμών» — κέραμος τής στέγης που βρίσκεται ορθή πάνω στο γείσο, αλλ. ηγεμόναςαρχ.1. καθετί που έχει κατασκευαστεί από κεραμίτιδα γη, δηλ. από πηλό, όπως λ.χ. το κεραμίδι («ἀναβάντες ἐπὶ τὸν νεὼν καὶ τὴν ὀροφὴν διελόντες ἔπαιον ταῑς κεραμίσιν», Ξεν.)2. (περιληπτικά) η στέγη που έχει καλυφθεί με κεραμίδια («εἰ τήν τελείωσιν τής οικίας τὸν θριγκὸν ἢ τὴν κεραμίδα φήσομεν ἀλλοίωσιν εἶναι», Αριστοτ.)3. αγγείο από κέραμο ή άλλη ύλη4. φρ. ως επίθ. «κεραμὶς γῆ» — κεραμιδόχωμα, κεραμευτικός πηλός («ὀρυττέτω μὲν ἐν τῷ χωρίῳ μέχρι τῆς κεραμίδος γῆς», (Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.